φαλλισμός

φαλλισμός
ο, Ν
(κοινων.-ανθρωπολ.-θρησκειολ.) η φαλλική λατρεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαλλικός — ή, ό / φαλλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαλλός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλλό νεοελλ. φρ. α) «φαλλική λατρεία» (κοινων. ανθρωπολ. θρησκειολ.) η λατρεία τής γενεσιουργού, τής αναπαραγωγικής αρχής, όπως αυτή συμβολίζεται από τα σεξουαλικά όργανα ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”